Η ολλανδική ποδοσφαιρική κουλτούρα είναι η πιο ξακουστή παγκοσμίως.

Παρά το γεγονός ότι πρόκειται για μια σχετικά μικρή χώρα, που δεν υιοθέτησε επαγγελματικά το άθλημα μέχρι τη δεκαετία του 1960, το ποδοσφαιρικό μέγεθος της είναι διαχρονικά ανώτερο από το πραγματικό της, ενώ η επιρροή που έχει ασκήσει η αγωνιστική φιλοσοφία της σε παγκόσμιο επίπεδο τεράστια.

Η επανάσταση του total football που έφερε ο Άγιαξ του Ρίνους Μίχελς και του Γιόχαν Κρόιφ μεταλαμπαδεύτηκε και στην εθνική ομάδα, που είχε όμως την ατυχία να παίξει δύο φορές τελικούς Mundial στις έδρες των αντιπάλων (1974 - Γερμανία, 1978 - Αργεντινή).

Και αφού η τύχη της γύρισε την πλάτη και το 2010 στη Νότιο Αφρική, με την ήττα από την Ισπανία στην παράταση, μοναδικό στέμμα παραμένει εκείνο στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου του 1988.

Παραδόξως, κανείς παίκτης από εκείνη την ομάδα δεν είχε παίξει σε μεγάλο τουρνουά έως ότου κάνει το σύντομο ταξίδι πέρα από τα σύνορα της Δυτικής Γερμανίας για το EURO 1988. Κατά ένα περίεργο τρόπο η Ολλανδία είχε απουσιάσει και από τα δύο Παγκόσμια Κύπελλα της δεκαετίας του ’80, καθώς και από το EURO 1984.

Με τιμονιέρη τον Ρίνους Μίχελς

Ο Ρίνους Μίχελς είναι αναμφισβήτητα ένας από τους πιο διάσημους προπονητές στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Ανακηρύχθηκε προπονητής του αιώνα από τη FIFA και στη συνέχεια, το 2019, ο σημαντικότερος προπονητής στην ιστορία του αθλήματος από το France Football.

Μετά από την εφεύρεση του total football στον Άγιαξ υιοθέτησε την ίδια προσέγγιση στην Μπαρτσελόνα μαζί με τον Γιόχαν Κρόιφ, ενώ στη συνέχεια στην εθνική ομάδα για το Mudial του 1974. Ακολούθησε δεύτερο πέρασμα από τον Άγιαξ, ομοίως από την Μπαρτσελόνα και στη συνέχεια εργάστηκε στη Δυτική Γερμανία και τις ΗΠΑ.

Το 1984 ο Μίχελς έγινε και πάλι προπονητής της Ολλανδίας. Παραιτήθηκε λόγω καρδιακών προβλημάτων, αλλά ανέλαβε εκ νέου δύο χρόνια αργότερα.

Αν και θεωρείται ο «νονός» του ολοκληρωτικού ποδοσφαίρου, η Ολλανδία του Μίχελς ήταν στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1988 διαφορετική από εκείνη του Mundial του 1974, βασιζόμενη λιγότερο στο passing game.

Η κύρια τακτική ιδέα, την οποία προσπαθούσαν να τελειοποιήσουν οι παίκτες του στις προπονήσεις ήταν η πάσα από πίσω, χάρη κυρίως στην ικανότητα του Γκούλιτ να κινείται παντού και να δημιουργεί χώρους. Το ποδόσφαιρο του Άγιαξ και της παλιάς Ολλανδίας δεν ήταν εύκολο να το υπηρετήσει με χαφ σταθερούς μεν, αλλά όχι τόσο ποιοτικούς, όπως ο Γιαν Βάουτερς, ο Έρβιν Κούμαν, ο Γκέραλντ Βάνεμπουργκ και ο Άρνολντ Μιούρεν.

Το σόου του Φαν Μπάστεν

Η δύναμη ήταν στο κέντρο της άμυνας με τους Φρανκ Ράικαρντ, Ρόναλντ Κούμαν και φυσικά στην επίθεση, όπου εκτός από τον Γκούλιτ, δέσποζε ο ανυπέρβλητος Μάρκο Φαν Μπάστεν. Το «δέσποζε» ήταν σχετικό βέβαια πριν από την πρεμιέρα του τουρνουά, καθώς ο 23χρονος τότε επιθετικός προερχόταν από τραυματισμό, εξαιτίας του οποίου είχε «γράψει» μόλις 11 συμμετοχές ως βασικός και τρία γκολ στην πρώτη σεζόν του με τη Μίλαν.

Αναπληρωματικός ήταν και στο ματς με τη Σοβιετική Ένωση για την πρεμιέρα της Ολλανδίας στο EURO. Ο Μίχελς προτίμησε για βασικό τον Τζον Μπόσμαν, αλλά μετά την ήττα με 1-0 επανήλθε στο plan A. Ο Φαν Μπάστεν τον… ευχαρίστησε με ένα χατ-τρικ στο 3-1 επί της Αγγλίας – προθέρμανση για τα νοκ-άουτ, όπου θα ακολουθούσαν δύο εκπληκτικά γκολ.

Το πρώτο στον ημιτελικό με τη γηπεδούχο Δυτική Γερμανία, όταν πρόλαβε την παρέμβαση του Γιούργκεν Κόλερ και κάνοντας πατινάζ με το κορμί του στο χόρτο πλάσαρε τον Άικε Ίμελ για το 1-2 στο 88’. Και το δεύτερο φυσικά στον τελικό με την ΕΣΣΔ, όπου η έμπνευση συνάντησε τη μαγεία κι έτσι το ποδόσφαιρο απέκτησε ένα από τα καλύτερα… διαφημιστικά σποτ που θα μπορούσε να έχει για την εξάπλωση του.

Η Σοβιετική Ένωση του Λομπανόφσκι και των Προτάσοφ, Λιτόφτσκενκο, Μπελάνοφ και Ντασάεφ, νίκησε Ολλανδία και Αγγλία στον όμιλο, ενώ στα ημιτελικά υπέταξε με 2-0 την Ιταλία (χάρη σε γκολ των Λιτόφτσκενο, Προτάσοφ). Στον τελικό όμως δεν μπόρεσε να κοντράρει τους «οράνιε», που κατέκτησαν με στιλ τη μοναδική διοργάνωση στην οποία συμμετείχαν τη δεκαετία του ‘80.